πλευρικοί

πλευρικοί
πλευρικός
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλεξίφωτο — το Ναυτ. πέτασμα σε σχήμα τρίεδρης γωνίας, στο βάθος τού οποίου τοποθετούνται οι πλευρικοί φανοί πλεύσεως τών πλοίων έτσι ώστε να γίνονται ορατοί μόνο υπό τη γωνία που προβλέπουν οι διεθνείς κανονισμοί αποφυγής συγκρούσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός… …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • ξιφόσουρα — θαλάσσια αρθρόποδα. Από αυτά, τα μερόστομα πολυάριθμα κατά τον παλαιοζωικό αιώνα. Αντιπροσωπεύονται σήμερα μόνο από πέντε είδη, τα οποία παλιότερα περιλαμβάνονταν στα οστρακόδερμα. Στη σύγχρονη ταξινόμηση, το γένος λίμουλος (limulus) στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

  • πλειοχάσιο — ἡ πλεοχάσιο, το, Ν βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στον οποίο από κάθε άξονα αναπτύσσονται περισσότεροι από δύο πλευρικοί άξονες …   Dictionary of Greek

  • πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… …   Dictionary of Greek

  • στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… …   Dictionary of Greek

  • υαλοειδής — ές / ὑαλοειδής, ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανής νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα» ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός τού ματιού μεταξύ τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”